μακροπτόλεμος

Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ὁ, = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.

German (Pape)

lange Krieg führend, Theocr. Syrinx (XV.21).

Russian (Dvoretsky)

μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.

Greek Monolingual

μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιποπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].