φυγοπτόλεμος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
φυγοπτόλεμον, poet. for φυγοπόλεμος, shunning war, cowardly, Od.14.213, Q.S.1.740.
German (Pape)
[Seite 1312] poet, statt φυγοπόλεμος, den Krieg scheuend, feig, Od. 14, 213 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit la guerre.
Étymologie: φεύγω, πτόλεμος.
Russian (Dvoretsky)
φῠγοπτόλεμος: избегающий войны, уклоняющийся от боя, т. е. трусливый Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φυγοπόλεμος, ὁ ἀποφεύγων τὸν πόλεμον, δειλός, Ὀδ. Ξ. 213, Κόϊντ. Σμ. 1. 740.
English (Autenrieth)
battle-fleeing, cowardly, Od. 14.213†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος.
Greek Monotonic
φῠγοπτόλεμος: -ον, ποιητ. αντί φυγοπόλεμος, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
φῠγο-πτόλεμος, ον, [poetic for φυγοπόλεμος]
shunning war, cowardly, Od.