συνεχθραίνω

Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

= συνεχθαίρω (hate together, join in hating), Plu. 2.490f.

French (Bailly abrégé)

haïr également.
Étymologie: σύν, ἐχθραίνω.

German (Pape)

συνεχθαίρω, Plut.

Russian (Dvoretsky)

συνεχθραίνω: Plut. = συνεχθαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεχθραίνω: τῷ προηγ., τὸ συμφιλεῖν καὶ συνεχθραίρειν Πλούτ. 2. 490F· τινὶ Βασίλ. τ. 2, σ. 708Β.

Greek Monolingual

Α
συνεχθαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐχθραίνω «μισώ, εχθρεύομαι»].