συνεχθραίνω
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
= συνεχθαίρω (hate together, join in hating), Plu. 2.490f.
French (Bailly abrégé)
haïr également.
Étymologie: σύν, ἐχθραίνω.
German (Pape)
= συνεχθαίρω, Plut.
Russian (Dvoretsky)
συνεχθραίνω: Plut. = συνεχθαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεχθραίνω: τῷ προηγ., τὸ συμφιλεῖν καὶ συνεχθραίρειν Πλούτ. 2. 490F· τινὶ Βασίλ. τ. 2, σ. 708Β.
Greek Monolingual
Α
συνεχθαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐχθραίνω «μισώ, εχθρεύομαι»].