ἀνάρρησις

Revision as of 12:49, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, public proclamation, ἡ ἀ. τοῦ στεφάνου Aeschin. 3.32, D.18.58.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
proclamación τοῦ στεφάνου Aeschin.3.32, cf. D.18.58, ISestos 1.102 (II a.C.), τὴν ἀ. ποιεῖσθαι IG 12(2).500.11 (Metimna III/II a.C.), cf. Hermog.Prog.3, Aristarch. en Sch.Pi.N.7.56, Aristid.2.383.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
proclamation, publication.
Étymologie: v. ἀναρρηθήσομαι.

German (Pape)

ἡ, das Ausrufen, öffentliche Bekanntmachung, bes. einer Wahl und einer Ehrenbezeugung, Dem. 18.58; Dion.Hal. 5.72.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρρησις: εως ἡ публичное объявление, провозглашение Aeschin., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ἀνακήρυξις, ἡ ἀν. τοῦ στεφάνου Αἰσχίν. 58. 20, Δημ. 244. 21· πρβλ. ἀναγορεύω, ἀνεῖπον.

Greek Monotonic

ἀνάρρησις: -εως, ἡ, ανακήρυξη, αναφώνηση, σε Δημ.· πρβλ. ἀνεῖπον.

Middle Liddell

a proclamation, Dem.; cf. ἀνεῖπον.

English (Woodhouse)

proclamation, public proclamation of a person's services to the state

Mantoulidis Etymological

(=ἀνακήρυξη). Ἀπό τό ἀναγορεύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω.