ὑφόρμισις

Revision as of 13:04, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, harbour, anchorage, AP7.699.

German (Pape)

ἡ, das Einlaufen eines Schiffes in den Hafen, und Platz zum Einlaufen des Schiffes, Hafen, Bucht, Ep.adesp. 396 (VII.699).

Russian (Dvoretsky)

ὑφόρμισις: εως ἡ якорная стоянка, пристань Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμῑσις: ἡ, λιμήν, τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμησις Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α ὑφορμίζω
1. προσόρμιση πλοίου
2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.

Greek Monotonic

ὑφόρμῐσις: ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.