σκίρτησις

Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, A bounding, leaping, Plu.Cleom.34, 2.1091d. 2 rioting, uproar, σκιρτήσεις ἐθνῶν ib. 341f.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, das Springen, Hüpfen, Tanzen, Plut. Cleom. 34 non posse 7; – ἐθνῶν, Aufstand, de Alex. fort. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de bondir;
2 fig. soulèvement, révolte.
Étymologie: σκιρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίρτησις -εως, ἡ [σκιρτάω] het springen, dansen, huppelen.

Russian (Dvoretsky)

σκίρτησις: εως ὁ
1 прыгание, скакание Plut.;
2 бунт, мятеж (ἐθνῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκίρτησις: ἡ, πήδημα, τίναγμα, Πλουτ. Κλεομ. 34., 2. 1091C· -ταραχή, ἐπανάστασις, σκιρτήσεις ἐθνῶν ὁ αὐτ. 2. 340F. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰσχύς, δύναμις, καὶ τὰ ὅμοια» .

Greek Monotonic

σκίρτησις: ἡ, εκτίναξη, άλμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σκίρτησις, εως, [from σκιρτάω
a bounding, leaping, Plut.