κρίμνον
English (LSJ)
τό, A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205. 2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9. 3 in plural, crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 farine d'orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s'essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).
Greek Monolingual
κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α)
1. χοντροαλεσμένο κριθάρι
2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι
3. στον πληθ. τὰ κρῑμνα ή κρίμνα
ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κρί, κριθή παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. κρῖ-μν-ον ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. κρίνω «ξεχωρίζω, κοσκινίζω»].
Greek Monotonic
κρίμνον: τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: coarse barley-meal, coarse bread, pl. also crumbs (Hp., Herod., Eup., Arist., pap., Lyc.).
Other forms: -ῖ-?
Derivatives: κριμνώδης κ.-like' (Hp., Ar.); κριμνίτης ἄρτος coarse bread (Iatrocl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις πλακοῦντος εἶδος H. (cf. on κυλλῆστις)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The connection with κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) is qua formation not explained. Rather to be analysed in κρι-μν-ον to κρίνω as "what is sieved" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 a. n.); cf. on κρησέρα. Rejected by Schwyzer 524. - Fur. 245 compares κρίνον kind of bread (Ath. 3, 114f: not in LSJ) as < *κριϜνον.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
κρίμνον: (-ῖ-?)
{krímnon}
Grammar: n.
Meaning: grobes Gerstenmehl, grobes Brot, pl. auch Krume (Hp., Herod., Eup., Arist., Pap., Lyk. u. a.).
Derivative: Davon κριμνώδης ’κ.-ahnlich’ (Hp., Ar. u. a.); κριμνίτης ἄρτος grobes Brot (Iatrokl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις· πλακοῦντος εἶδος H. (vgl. zu κυλλῆστις).
Etymology: Erklärung strittig. Die Anknüpfung an κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) ist bildungsmäßig nicht zu begründen. Eher empflehlt sich eine Zerlegung in κριμνον zu κρί̄νω als "das Abgesiebte" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 u. A.); vgl. zu κρησέρα. Ablehnend Schwyzer 524.
Page 2,20
German (Pape)
τό, auch κρῖμνον bei Ath. III.123c akzentuiert, grob geschrotene Gerste oder Dinkel, im [[Gegensatz]] zum fein gemahlenen, Hippocr. und Sp. Vgl. Leon.Alex. 30 (VI.302), αὐτάρκης ὁ πρέσβυς ἔχων ἅλα καὶ δύο κρίμνα, wo es grobe Brote sind. – Κρίμνα χειρῶν, Brotkrumen, von grobem Brote, deren man sich zum Reinigen der Hände beim Essen bediente, Lycophr. 607.