πωλοδαμνέω

Revision as of 17:05, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")

English (LSJ)

A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e. 2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.

German (Pape)

[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλοδαμνέω [πωλοδάμνης: paardentemmer] temmen; overdr. opvoeden. Soph. Ai. 549.

Russian (Dvoretsky)

πωλοδαμνέω:
1 объезжать жеребцов, обучать лошадей (Eur., Xen.; ἵπποι καλῶς πωλοδαμνηθέντες Plut.);
2 воспитывать, формировать (τινα ἐν νόμοις πατρός Plut.; τὴν νεότητα Luc.).

Greek Monotonic

πωλοδαμνέω: μέλ. -ήσω,
1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.
2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.

Middle Liddell

πωλοδαμνέω, fut. -ήσω
1. to break young horses, Eur., Xen.
2. metaph. to train up, Soph. [from πωλοδάμνης