ὀργά

Revision as of 19:50, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")

English (Slater)

ὀργά (-ά, -ᾷ, -άν, -αί, -αῖς, -άς.)
   a temper, disposition pl., feelings, impulses (v. Illig, 38̆{1}) εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων (P. 1.89) ὑποφάτιες ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” (P. 4.141) “ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δ' ὀργὰν codd., Schr.: τοῦ δ' ἄῤ ὀργὰν Rauchenstein) (N. 5.32) εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (sc. τις; toto pectore, Schr.: ἀρετὰ κατατάκει coni. Beattie) (I. 1.41) μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (= ὅσῳ γλυκυτέραν ὀργάν) (I. 2.35) ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (sc. ἀνυμνοῦνται) (I. 5.34) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (I. 6.14) Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων frenzy Δ. 2. 20. [
   b dub., ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia coni.) (P. 6.50) ]

French (Bailly abrégé)

dor. c. ὀργή.

Russian (Dvoretsky)

ὀργά: ἡ дор. = ὀργή.