στελμονίαι

Revision as of 09:52, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")

English (LSJ)

αἱ, broad belts put round dogs when used to hunt wild beasts, X.Cyn.6.1.

German (Pape)

[Seite 934] αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
larges sangles pour les chiens de chasse.
Étymologie: στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

στελμονίαι: αἱ широкие ремни, свора (для охотничьих собак) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

στελμονίαι: -αἱ, εὐρεῖαι ζῶναι δι’ ὧν περιέβαλλον τοὺς κύνας ὁσάκις ἀπήρχοντο εἰς θύραν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κυν. 6, 1, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ στέλμα = στέφος.

Greek Monolingual

οἱ, Α
φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ- του στέλλω + επίθημα -μον-ία (πρβλ. ἁρμονία)].

Greek Monotonic

στελμονίαι: αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.