διφτέρι

Revision as of 09:02, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=δεφτέρι και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το<br /><b>1.</b> κατάστιχο, βιβλίο λογαρι...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δεφτέρι και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το
1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών
2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)
3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].