ἀπλάνητος

Revision as of 08:04, 6 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, that cannot go astray or that cannot err, unerring, fixed, stable, right, straight, undeviating, infallible, LXX Jb.12.20, Babr.50.20, POxy.237 vi30 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que no puede errar, infalible σοφὸν τὸ θεῖον κἀπλάνητον Babr.50.21, ὁ ἀ. αἰών PLond.46.467 (IV d.C.), cf. POxy.237.6.30 (II d.C.), Sm.Ib.12.20, BCH 18.21.

German (Pape)

[Seite 292] = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀπλανής.

Russian (Dvoretsky)

ἀπλάνητος: Babr. = ἀπλανής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπλάνητος: -ον, ὁ μὴ παραπλανώμενος ἢ ἀπατώμενος, Βαρβ. 50, 20, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πλανηθεί.

Greek Monotonic

ἀπλάνητος: -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ.

Middle Liddell

that cannot go astray, Babr.

Léxico de magia

-ον que no anda errante de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ὁ ἀ. Αἰών te invoco a ti, el Eón que no anda errante P V 467