ἐπιθέλγω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 942] dazu bezaubern, besänftigen, ἐπιθέλγων καὶ καθιστὰς τὴν ὀργὴν τοῦ ῥήτορος Plut. Coh. ira 6.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιθέλγω (Α) θέλγω
καταπραΰνω, κατευνάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέλγω: успокаивать, унимать (τὴν ὀργήν τινος Plut.).