ἐπιδιπλοίζω
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
ἐπιδιπλοίζω: επαναλαμβάνω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to redouble, Aesch.
German (Pape)
zusammengezogen aus ἐπιδιπλοΐζω.
ἐπιδιπλοίζω: επαναλαμβάνω, σε Αισχύλ.
to redouble, Aesch.
zusammengezogen aus ἐπιδιπλοΐζω.