πολύκρανος

Revision as of 12:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] vielköpfig, δράκων, Eur. Bacch. 1015.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυκέφαλοςπολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].

Greek Monotonic

πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κρᾱνος, ον, κρανίον
many-headed, Eur.