αἱμακτός
English (LSJ)
ή, όν, mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
Greek Monotonic
αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.