кровавый
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Russian > Greek
δίαιμος, πορφύρεος, πορφυροῦς, φοινικικος, φόνιος, αἱματόεις, αἱματοῦς, αἱματηρός, αἱμάτινος, αἱματοσφαγής, αἵμων, ἔναιμος, δαφοινεός, δαφοινός, κάθαιμος, αἱματοειδής, αἱμακτός, αἱματόρρυτος, φοίνιος