βαθύρριζος
English (LSJ)
ον, deep-rooted, with deep roots, δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Q.S. 4.202; πέτρα, i.e. lofty, Trag.Adesp.203: Comp. βαθυρριζότερος Thphr. HP1.7.2.
Spanish (DGE)
(βᾰθύρριζος) -ον
de honda raíz δρῦς S.Tr.1195, cf. A.R.1.1199, Thphr.HP 1.6.6, 3.6.5, Q.S.4.202
•de inamovible base πέτρα Trag.Adesp.203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux racines profondes.
Étymologie: βαθύς, ῥίζα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύρριζος -ον βαθύς, ῥίζος] met diepe wortels.
German (Pape)
(ῥίζα), tiefgewurzelt, Soph. Tr. 1185; Theophr.; Ap.Rh. 1.1199.
Russian (Dvoretsky)
βαθύρριζος: пустивший глубокие корни (δρύς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύρριζος: -ον, ὁ βαθέως ἐρριζωμένος, δρῦς Σοφ. Τρ. 1195· συγκρ. –ριζότερος Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 7, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαθύρριζος, -ον)
αυτός του οποίου οι ρίζες απλώνονται βαθιά.