κελευθοποιός

Revision as of 13:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

όν, road-making, A.Eu.13.

German (Pape)

[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).

Greek Monolingual

κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.

Greek Monotonic

κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.

Middle Liddell

κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.

English (Woodhouse)

road making