κουφολογία

Revision as of 13:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ἡ, light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.

German (Pape)

ἡ, leichtsinnige Rede, unbedachtsames Geschwätz, Thuc. 4.28 und Sp., wie Plut. und App. Hisp. 38.

Russian (Dvoretsky)

κουφολογία:легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.

Greek Monolingual

κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῖς δὲ Ἀθηναῖοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», Θουκ.).

Greek Monotonic

κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.

Middle Liddell

κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος

English (Woodhouse)

boast, boasting