λινοθήρας

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, one who uses nets or snares, AP7.172tit.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Überschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοθήρᾱς: ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.

Greek Monolingual

λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

λῐνοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ.