μαλάχιος

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ὁ, a fish, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μαλάχη.

Greek (Liddell-Scott)

μαλάχιος: «ἰχθὺς ποιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλάχιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάχη, λόγω του χρώματος του ψαριού].