μαλάχιος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλάχιος Medium diacritics: μαλάχιος Low diacritics: μαλάχιος Capitals: ΜΑΛΑΧΙΟΣ
Transliteration A: maláchios Transliteration B: malachios Transliteration C: malachios Beta Code: mala/xios

English (LSJ)

ὁ, a fish, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μαλάχη.

Greek (Liddell-Scott)

μαλάχιος: «ἰχθὺς ποιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλάχιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάχη, λόγω του χρώματος του ψαριού].