μελαινάς

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

άδος, ἡ, a blackish fish, Cratin.161.

German (Pape)

[Seite 118] άδος, ἡ, ein Fisch, Cratin. bei Ath. VII, 303 d.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μέλας.

Greek (Liddell-Scott)

μελαινάς: -άδος, ἡ, μελανωπός τις ἰχθύς, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» Meineke.

Greek Monolingual

μελαινάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. –άς].