ναοφύλαξ

Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, (ναός) A keeper of a temple, warden of a temple, E.IT1284, Arist.Pol.1322b25, BGU362 (iii A.D.); cf. ναυφύλαξ ΙΙ. II (ναῦς) master of a ship or pilot of a ship, S.Fr.143.

German (Pape)

[Seite 229] ακος, ὁ, 1) Tempelhüter, Tempelwart; Eur. I. T. 1284; Arist. pol. 6, 8. – 2) Schiffshüter, -lenker, Soph. frg. 151.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d'un temple.
Étymologie: ναός, φύλαξ.

Russian (Dvoretsky)

νᾱοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ ναός I] хранитель (страж) храма Eur.
ᾰκος ὁ ναῦς кормчий корабля Soph.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (ναὸς) ὁ φύλαξ ναοῦ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ι. Τ. 1281, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 19. ΙΙ. (ναῦς) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος πλοίου, Σοφ. Ἀποσπ. 151.

Greek Monolingual

(I)
(ναοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ.
(II)
ναοφύλαξ, ὁ (Α)
ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της γενικής του δωρ. τ. ναός (= νηός) της λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ.

Greek Monotonic

νᾱοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ (ναός), φύλακας ναού, Λατ. aedituus, σε Ευρ., Αριστ.

Middle Liddell

νᾱο-φῠ́λαξ, ακος, ναός
the keeper of a temple, Lat. aedituus, Eur., Arist.