πάγγλωσσος

Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].

Greek Monotonic

πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.

Middle Liddell

πάγ-γλωσσος, ορ -ττος, ον,
speaking all tongues.