πολυγάλακτος

Revision as of 14:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

[γᾰ], ον, with much milk, Arist.PA688b3: poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη AP9.224. (Crin.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vieler Milch, milchreich; Arist. part. an. 4, 10; Crinag. 26 (IV, 224) in poet. Form πουλυγαλακτοτάτην.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au lait abondant.
Étymologie: πολύς, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

πολυγάλακτος: ион. πουλυγάλακτος 2 (γᾰ) имеющий много молока, набухший молоком (sc. οἱ μαστοί Arst.; αἴξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυγάλακτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ γάλα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 37· ποιητ. ὑπερθ. πολυγαλακτοτάτη Ἀνθ. Π. 9. 224.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυγάλακτος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα
2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ομο-γάλακτος].

Greek Monotonic

πολυγάλακτος: -ον, αυτός που έχει πολύ γάλα· ποιητ. υπερθ. πουλυγαλακτοτάτη, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-γάλακτος, ον,
with much milk; poet. Sup. πουλυγαλακτοτάτη Anth.