σιδηρουργεῖον

Revision as of 14:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

τό, iron-mine, Str.4.2.2, 5.1.8, 17.2.2.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisengrube, Eisenschmiede, Strab. 4, 2, 2 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de forgeron.
Étymologie: σιδηρουργός.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρουργεῖον: τό, ἐργαστήριον σιδήρου, Στράβ. 191, 214, 821.

Greek Monotonic

σῐδηρουργεῖον: τό (*ἔργω), σιδηρουργείο, τόπος κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο, σιδηροπωλείο, σε Στράβ.

Middle Liddell

σῐδηρ-ουργεῖον, ου, τό, [*ἔργω
iron-works, Strab.