χλοητόκος

Revision as of 15:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, producing young shoots, Luc.Trag.45.

German (Pape)

[Seite 1359] junge Keime, grünes Gras, Laub erzeugend, hervorbringend, Luc. Tragodopod. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui engendre une verdure nouvelle.
Étymologie: χλόη, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

χλοητόκος: дающий зеленые побеги, зеленеющий (ποία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χλοητόκος: -ον, ὁ τίκτων, παράγων νέους βλαστούς, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βγάζει νέους βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. φυλλοτόκος.