ἀνακυκάω

Revision as of 15:36, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

stir up and mix, mix up, Θασίαν (sc. ἅλμην) , φάρμακα, Ar.Ach.671, Pl.302, cf. Thphr.CP6.1.5: metaph., τὸν λογισμόν Ph. 1.690.

Spanish (DGE)

revolver, mezclar τὰ φάρμακ' ἀνακυκῶσαν Ar.Pl.302, cf. Thphr.CP 6.1.5, οἱ δὲ Θασίαν (ἅλμην) ἀνακυκῶσι baten la (salmuera) de Tasos Ar.Ach.671, ἔλαιον Hp.Mul.2.162
fig. ὁ δὲ ἀνακυκήσας ... τὸν ... λογισμόν Ph.1.690.

German (Pape)

[Seite 194] durcheinander mischen, φάρμακα Ar. Pl. 302 u. öfter, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mélanger.
Étymologie: ἀνά, κυκάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακῠκάω: смешивать, размешивать (φάρμακα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῠκάω: ἀνακινῶ καὶ ἀναμιγνύω, «ἀνακατώνω», Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 671, Πλ. 302 καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

ἀνακῠκάω: μέλ. -ήσω, ανακινώ και αναμειγνύω, αναδεύω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to stir up and mix, mix up, Ar.