ῥινόσιμος

Revision as of 16:59, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ον, (ῥίς) snub-nosed, Luc.Bacch.2.

German (Pape)

[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνόσῑμος: курносый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].

Greek Monotonic

ῥῑνόσῑμος: -ον (ῥίς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη μύτη, αυτός που έχει κοντόχονδρη ή ανασηκωμένη μύτη, πλακουτσομύτης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥῑνό-σῑμος, ον, [ῥίς]
snub-nosed, Luc.