δύσμουσος

Revision as of 17:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).

Spanish (DGE)

-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

δύσμουσος: нелюбимый музами (αὐλός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.

Greek Monolingual

δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.

Greek Monotonic

δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.

Middle Liddell

δύσ-μουσος, ον μοῦσα = ἄμουσος,]
unmusical, Anth.