ζευγάριον

Revision as of 18:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim.of ζεῦγος, a puny pair or team, especially of oxen, Ar.Av.582; ζ. βοεικόν Id.Fr.109; βοοῖν ib.387, cf. PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1137] τό, dim. von ζεῦγος, kleines, schlechtes Gespann, Ar. Av. 583 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγάριον -ου, τό [ζεῦγος] klein wagenspan. Aristoph. Av. 582.

Russian (Dvoretsky)

ζευγάριον: (ᾰ) τό жалкая запряжка, пара тщедушных волов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγάριον: ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ ζεῦγος, μικρὸν ζεῦγος, ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν αὐτόθι 344.

Greek Monotonic

ζευγάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ζεῦγος, μικρό ζεύγος (λέγεται για ζεύγος νεαρών βοδιών που ζεύονται στο αλέτρι), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ζευγᾰ́ριον, ου, τό,
Dim. of ζεῦγος, a puny team, Ar.

English (Woodhouse)

pair, team