πολυαίματος

Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, full of blood, Emp.150, Ath.7.301f.

German (Pape)

[Seite 659] vollblütig; ἧπαρ, Empedocl. bei Plut. Symp. 5, 8, 2; θύννος, Ath. VII, 301 f, v.l. πολυκύματος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de sang, sanguin.
Étymologie: πολύς, αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαίματος -ον [πολύς, αἷμα] rijk aan bloed.

Russian (Dvoretsky)

πολυαίμᾰτος: многокровный, богатый кровью (ἧπαρ Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαίμᾰτος: -ον, πλήρης αἵματος, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε, Ἀθήν. 301F.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυαίματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αἷμα, -ατος (πρβλ. αν-αίματος, φιλ-αίματος)].