συμφόρησις

Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, A bringing together, Plu.Per.34, Oth.14; of the concourse of atoms, Epicur.Ep.1p.18U. II collection, προτάσεων Plot.5.8.4.

German (Pape)

[Seite 992] ἡ, das Zusammentragen, Anhäufen; Plut. Pericl. 34; D. L. 10, 59.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
rassemblement, foule.
Étymologie: συμφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling.

Russian (Dvoretsky)

συμφόρησις: εως ἡ
1 снесение в одно место, складывание (sc. τῶν νεκρῶν Plut.);
2 скопление, наплыв (τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἄστυ Plut.).

Greek Monotonic

συμφόρησις: ἡ, συγκέντρωση σ' ένα σημείο, συσσώρευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφόρησις: ἡ, τὸ φέρειν ὁμοῦ, συσσώρευσις, συμφόρησις εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.

Middle Liddell

συμφόρησις, εως, [from συμφορέω
a bringing together, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=συσσώρευση, συγκέντρωση). Ἀπό τό συμφορῶ (=συγκεντρώνω), πού παράγεται ἀπό τό σύμφορος, του συμφέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.