στράγγευμα

Revision as of 18:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ατος, τό, act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).

German (Pape)

[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

στράγγευμα: ατος τό колебание, медлительность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.

Greek Monolingual

τὸ, Α στραγγεύω
(αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή.