ἀγχόνιος

Revision as of 18:54, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

α, ον, fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.

German (Pape)

ἀγχόνειος, δεσμός Nonn. 21.31.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

Greek Monotonic

ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἄγχω
fit for strangling, βρόχος Eur.