ὑπόλιθος

Revision as of 19:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.

German (Pape)

[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].

Greek Monotonic

ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπό-λῐθος, ον,
somewhat stony, Luc.