νασμός

Revision as of 19:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

ὁ, (νάω) flowing: stream, spring, E.Hipp. 225 (anap.), 653; φοινισσομένην αἵματι... νασμῷ μελαναυγεῖ Id.Hec. 153 (anap.); εὐδρόσοισι Κασταλίας ν. Aristonous 1.43.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, das Fließen, der Quell; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι, Eur. Hipp. 225, vgl. 653; νασμῷ μελαναυγεῖ, Hec. 154; Antp. Sid. 23 (VI, 287).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courant d'eau, source, ruisseau.
Étymologie: ναίω.

Russian (Dvoretsky)

νασμός:струя, поток Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νασμός: ὁ, (νάω) ῥεῦμα, ῥύαξ, πηγή, Εὐρ. Ἱππ. 225, 653· φοινισσομένην αἵματι..., νασμῷ μελαναυγεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 154.

Greek Monolingual

νασμός, ὁ (Α)
ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναF-εσμός < νάω «ρέω»].

Greek Monotonic

νασμός: ὁ (νάω), ρεύμα νερού που κυλά, ρυάκι, σε Ευρ.

Middle Liddell

νασμός, οῦ, ὁ, [νάω]
a flowing stream, a stream, Eur.

English (Woodhouse)

spring

Mantoulidis Etymological

(=ρεῦμα, ρυάκι, πηγή). Ἀπό τό νάω.