Ποτνιάς
English (LSJ)
άδος, fem. Adj. A of Potniae, Potnian, κέλευθοι Ποτνιάδες A.Fr.173; ἡ Ποτνιὰς κρήνη a spring near the town, Ael.NA15.25, Paus.9.8.1; Ποτνιάδες ἵπποι the mares that tore Glaucus in pieces, Str.9.2.24; hence, generally, Π. πῶλοι Boeotian mares, E.Ph.1124 (but expld. by Sch. as = μανικαί). II = πότνια, Βάκχαι ποτνιάδες (expld. by Hsch. as = μαινάδες καὶ λυσσάδες) E.Ba.664, cf. ποινίς; π. θεαί, of the Eumenides (expld. by Sch. as = μανικαί, but v. πότνια 2), Id.Or.318 (lyr.); cf. ποτνιάομαι.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de Potnies.
Étymologie: Ποτνιαί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Ποτνιάς -άδος [Ποτνιαί, stad in Boeotië] van Potniai. Eur. Phoen. 1124. eerbiedwaardig = πότνια.
Russian (Dvoretsky)
Ποτνιάς: άδος ἡ (только pl. Ποτνιάδες = Πότνιαι) Владычицы (эпитет Эвменид и Вакханок) Eur.
Middle Liddell
Ποτνιάς, άδος,
Potnian, Ποτνιάδες ἵπποι Boeotian mares, noted for their hot temper, hence raging, furious, Eur.