ἀμυστί

Revision as of 11:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], Adv., (μύω) without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀμυστὶ πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: , μύω.

Greek Monolingual

ἀμυστί επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.

German (Pape)

πίνειν, in einem Zuge trinken, ohne die Lippen zu schließen (μύω), Anacr. 8.2, 17.2; Luc. Tox. 45.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυστί: [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ στόμα, δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», ἀμυστὶ πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.

Greek Monotonic

ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.

Middle Liddell

[μύω]
without closing the mouth, i. e. at one draught, Luc.