ἀκηρυκτεί

Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

and ἀκηρ-υκτί, Adv. without flag of truce, ἐπιμείγνυσθαι Th. 2.1; πολεμεῖν D.C.50.7.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans héraut.
Étymologie: ἀκήρυκτος.

German (Pape)

od. ἀκηρυκτί, ohne Herold, ohne vorhergegangene Ankündigung, ἐπιμίγνυσθαι παρ' ἀλλήλους Thuc. 2.1 (im Kriege findet ohne Herold kein Verkehr statt); ἀκ. πολεμεῖν DC. 50.7, unversöhnlich kämpfen.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηρυκτεί: или ἀκηρυκτί adv. без глашатая (ἐπιμίγνυσθαι παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηρυκτεί: καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ ἄνευ κήρυκος ἐν πολέμῳ ἐπιμιξία, Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, ἄνευ παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ.

Greek Monolingual

ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) ἀκήρυκτος
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα.

Greek Monotonic

ἀκηρυκτεί: και -τί, επίρρ., χωρίς την ανάγκη της σημαίας της ανακωχής, απροκήρυκτα, χωρίς κήρυκα, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀκήρυκτος
without needing a flag of truce, Thuc.