πινυτόφρων

Revision as of 12:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, of wise or understanding mind, of Odysseus, Q.S.14.630, AP3.8 (Inscr. Cyzic.); εὐμαθίη ib.7.22 (Simm.); σιγή APl.4.325 (Jul.); ingenious, εὐχωλή (of an acrostic) Puchstein Epigr.Gr.p.10; νοῦς Jul. Caes.319a; restd. in Epic.Alex.Adesp.7.19.

German (Pape)

[Seite 617] ον, verständiges Sinnes; Odysseus, A. P. III, 8; σιγή, Iul. Aeg. 34 (Plan. 325).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit inspiré, sage, prudent.
Étymologie: πινυτός, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

πῐνῠτόφρων: 2, gen. ονος благоразумный, умный (Ὀδυσσεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη αὐτόθι 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.)
2. ευφυής, αγχίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Greek Monotonic

πῐνῠτόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σοφό ή συνετό πνεύμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῐνῠτό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
of wise or understanding mind, Anth.