Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιπόγεως
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
λιπόγεως, -ων (Α) αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης. [ΕΤΥΜΟΛ.<λιπ(ο)- + -γεως (άλλημορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύγεως, λεπτό-γεως].