μικτοβαρής

Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος
2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές
το εμπόρευμα, στο βάρος του οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας
3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος του εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος του δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιποβαρής].