ἰβιοτάφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, ibis-burier, PGrenf.2.15(2).7(ii B.C.).
Greek Monolingual
ἰβιοτάφος, ὁ (Α)
ο νεκροθάφτης του ιερού πτηνού ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -ταφος < θ. ταφ-: τάφ-ος, ε-τάφ-ην), πρβλ. άταφος].
[ᾰ], ὁ, ibis-burier, PGrenf.2.15(2).7(ii B.C.).
ἰβιοτάφος, ὁ (Α)
ο νεκροθάφτης του ιερού πτηνού ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -ταφος < θ. ταφ-: τάφ-ος, ε-τάφ-ην), πρβλ. άταφος].