νωτεύς

Revision as of 08:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

έως, ὁ, beast of burden, Poll.2.180, Hsch.

German (Pape)

[Seite 273] ὁ, der auf dem Rücken Tragende, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

νωτεύς: έως, ὁ, νωτοφόρος ἡμίονος, Πολυδ. Β΄, 180· «νωτεύς· οἱ ἀχθοφορικοὶ ἡμίονοι» Ἡσύχ., οἱ δὲ ἕλκοντες ἄχθος καὶ ὄντες ὑπὸ ζυγὸν ἐκαλοῦντο ζύγιοι, αὐτόθι.

Greek Monolingual

νωτεύς, -έως, ὁ (Α)
αχθοφόρος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].