νυκτόμαντις

Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, one who prophesies by night, Poll.7.188.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα μαντευόμενος, προφητεύων, Πολυδ. Ζ΄, 188. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

νυκτόμαντις και νυκτιμάντις, ό, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + μάντις (πρβλ. ονειρόμαντις). Ο τ. νυκτίμαντις < νυκτι- του νύξ, νυκτός
(βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

German (Pape)

ὁ, Nachtprophet, Poll. 7.188.