ξυλάρας
Greek Monolingual
ο
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. -άρας (πρβλ. ποδάρας)].
ο
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. -άρας (πρβλ. ποδάρας)].